ωοσκόπιο(ν)

ωοσκόπιο(ν)
το ооскоп, прибор для просвечивания яиц

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ωοσκόπιο(ν)" в других словарях:

  • ωοσκόπιο — το, Ν όργανο για την εξέταση τής νωπότητας τών αβγών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ωό(ν) «αβγό» + σκόπιο (< σκόπος < σκέπτομαι)] …   Dictionary of Greek

  • -σκόπιο — β συνθετικό ουδέτερων ονομάτων, κυρίως τής Νέας Ελληνικής (ελάχιστα είναι τα ουσ. αυτά στην Αρχαία), τα οποία προέρχονταν αρχικά από τα αντίστοιχα ον. σε σκοπος*. Στη συνέχεια, όμως, το β συνθετικό σκόπιο ανεξαρτητοποιήθηκε και χρησιμοποιήθηκε με …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»